- καλύβι
- τοβλ. καλύβα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλύβι — το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν]) υποκορ. τού καλύβα*, μικρή καλύβα νεοελλ. πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι μσν. σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. τού τ. καλύβη] … Dictionary of Greek
καλυβίτην — καλυβί̱την , καλυβίτης living in a hut masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυβίτης — καλυβί̱της , καλυβίτης living in a hut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυβίτου — καλυβί̱του , καλυβίτης living in a hut masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγασιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 95 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΒΔ του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * και δραγατσά και δραατιά και δραγάτα και… … Dictionary of Greek
καλυβίζομαι — (Μ) [καλύβι] βρίσκω κατάλυμα, φιλοξενούμαι … Dictionary of Greek
κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… … Dictionary of Greek
παβιόνι — το (κυρίως στον Ερωτόκρ.) κατασκευή από στερεό και αδιάβροχο ύφασμα που μοιάζει με μικρό καλύβι, σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παβιόνι(ο)ν < γαλλ. pavillon < λατ. papilio, «είδος σκηνώματος»] … Dictionary of Greek
πλατάνα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας, περιοχή όπου βρίσκεται και ο οικισμός Λουλούδια (υψόμ. 330 μ.). Βρίσκεται στη βόρεια Κυνουρία BΔ του Άστρους. 2. Μικρός… … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek